Ήταν στο μπαλκόνι και στηριζόταν με τους αγκώνες του στο κάγκελο, κρατούσε ενα αλουμινένιο κουτάκι μπίρας κάπνιζε το τσιγάρο του και κοίταζε ή κάτω στο δρόμο ή στο κενό, δε μπορώ να ξέρω. Όλοι ήταν μέσα και τραγουδούσαν, εκείνος όχι.
Τα μαλλιά του έπεσαν στο πρόσωπο του και τα έσπρωξε νευρικά με το χέρι του φυσώντας τον καπνό όταν κατάλαβε την παρουσία μου. Τον πλησίασα, δεν του μίλησα, μονάχα έστριψα το τσιγάρο μου προς το μέρος του να μου δώσει φωτιά, πίεσε τον αναπτήρα μέχρι που τα κατάφερε. Εισέπνευσα στο στόμα, τράβηξα σα να παίρνω αναπνοή, όπως μου είχαν πει πως πρέπει κατέβασα τον καπνό, και με ένα ελαφρύ βήξιμο έκανα εκπνοή.
Τα μαλλιά του έπεσαν στο πρόσωπο του και τα έσπρωξε νευρικά με το χέρι του φυσώντας τον καπνό όταν κατάλαβε την παρουσία μου. Τον πλησίασα, δεν του μίλησα, μονάχα έστριψα το τσιγάρο μου προς το μέρος του να μου δώσει φωτιά, πίεσε τον αναπτήρα μέχρι που τα κατάφερε. Εισέπνευσα στο στόμα, τράβηξα σα να παίρνω αναπνοή, όπως μου είχαν πει πως πρέπει κατέβασα τον καπνό, και με ένα ελαφρύ βήξιμο έκανα εκπνοή.
Εκείνος δεν ήθελε να είναι εδώ απόψε, ή μάλλον...εντάξει, απλά όχι έτσι όχι υπό αυτές τις συνθήκες, το μυαλό του ήταν αλλού, αν και δε μπορώ να ξέρω. Μου μιλούσε γρήγορα, ασύντακτα, κι ενώ ήθελε να πει αδυνατούσε να εκφράσει, αν κι εγώ καταλάβαινα, και μπορώ να πω χαιρόμουν γι αυτό.
Τον παρατήρησα εκείνες τις λίγες στιγμές που αυτός κι εγώ ήμασταν οι εαυτοί μας, εγώ τον καταλάβαινα κι εκείνος αν μπορούσε να το νιώσει θα είχε εκπληρώσει μια από τις ευχές του, τουλάχιστον.
Ήταν βράδυ κι έκανε λίγη ψύχρα, φύσιξε ξανά τον καπνό από το στόμα, ήπιε την τελευταία γουλιά και πήγε μέσα...
Τον παρατήρησα εκείνες τις λίγες στιγμές που αυτός κι εγώ ήμασταν οι εαυτοί μας, εγώ τον καταλάβαινα κι εκείνος αν μπορούσε να το νιώσει θα είχε εκπληρώσει μια από τις ευχές του, τουλάχιστον.
Ήταν βράδυ κι έκανε λίγη ψύχρα, φύσιξε ξανά τον καπνό από το στόμα, ήπιε την τελευταία γουλιά και πήγε μέσα...